неутомимый - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

неутомимый - translation to πορτογαλικά


неутомимый      
infatigável, incansável
неутомимо      
infatigavelmente, sem esmorecimento, incansavelmente
infatigável adj      
неутомимый

Ορισμός

НЕУТОМИМЫЙ
не знающий усталости, очень выносливый, упорный.
Н. путешественник. Н. изобретатель.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για неутомимый
1. Победителем же стал неутомимый Уле-Эйнар Бьорндален.
2. У "Милана" получил травму неутомимый "тафгай" Гаттузо.
3. Зато продолжал трепать нервы оппонентам неутомимый Гогуа.
4. Вице- президент Дик Чейни, неутомимый наш критик.
5. Похоже, даже неутомимый Давыденко наконец-то устал.